20.12.07

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ 2

Επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι με το ποδήλατο. Τα φωτάκια μπρος και πίσω ν' αναβοσβήνουν, όπως πάντα. Ανεβαίνοντας τη Ναυαρίνου, στρίβω στο 2ο δεξιά, σε έναν κάθετο πεζόδρομο να κόψω δρόμο προς την Ιπποδρομίου. Στη μέση του πεζόδρομου αυτού υπάρχει κατα μήκος παρτέρι με φυτά. Παίρνω τη δεξιά μεριά απ το παρτέρι. Στα αριστερά μου το παρτέρι λοιπόν, στα δεξιά μου αφήνω πίσω μου τη γωνιακή κρεπερί και περνάω δίπλα από ένα μπουγατσάδικο. Κάνω ν'αναπτύξω ταχύτητα, μα ξαφνικά, βγαίνει από το μπουγατσάδικο ένας λεπτός κύριος, ηλικιωμένος, με μακριά μούσια, κρατώντας μια τυρόπιττα στο χέρι. Ξαφνιάζομαι. Φρενάρω. Ακούγεται το πίσω λάστιχο που σέρνεται. Τρομάζει, και, ακαριαία, λέει -ενώ εγω τελικά τον έχω αποφύγει και δεν σταματάω καθόλου, παρά συνεχίζω- λέει λοιπόν "δεν πειράζει!". Αυτό μόνο άκουσα πριν τον προσπεράσω, μα δεν είπε και τίποτα άλλο... Ένα απλό, μα τόσο γεμάτο "δεν πειράζει!". Με την ίδια εισπνοή που πήρε όταν τρόμαξε, με τον ίδιο κρατημένο αέρα απ' τον αιφνιδιασμό μου, είπε ένα τόσο γενναιώδωρο "δεν πειράζει", το οποίο συχνά από τότε μου τριβελίζει τα αυτιά μου. Αυτό το απρόβλεπτο συναπάντημα, αυτή η προκαταβολική βιαστική ευγένεια του "δεν πειράζει" του, ειπωμένη από αυτή την ανυπεράσπιστη ασκητική μορφή με την τυρόπιττα -αδάγκωτη ακόμα- στο χέρι, με σκλάβωσε. Με στοίχειωσε τόσο που μετανοιώνω που δε γύρισα να του φιλήσω το χέρι. Εκεί που θα μπορούσε κάλλιστα να με σιχτιρίσει που παραλίγο να τον τσαλαπατήσω με το ποδήλατο, αυτός χωρίς να προλάβει καν να σκεφτεί κάτι άλλο, πέταξε αυτή τη φράση τόσο παρηγοριτικά, τόσο παθητικά, τόσο απολογητικά, τόσο για να μη με κάνει να αισθανθώ καθόλου άσχημα, σαν να έφταιγε αυτός που δεν με πρόσεξε.

Καλά Χριστούγεννα.

17.12.07

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ 1

Είμαι στην πιο άχαρη ηλικία, των 14άρων ετών, και έχω πάει για κούρεμα στο Διονύση στα Σούρμενα, όπως συνήθιζα τότε περίπου μια φορά το μήνα. Εξάλλου, από τότε και ως τώρα ποτέ δεν άφηνα τα μαλλιά μου πιο μακριά εφόσον φουσκώνουν αρκετά και δεν στρώνουν εύκολα, και μοιάζω κεφάλας.
Εγώ σ΄αυτή την ηλικία, με αρκετά κόμπλεξ, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του Γυμνασίου, να προσπαθώ να επικρατήσω κυρίως λόγω χαρακτήρα και όχι λόγω εμφάνισης. Χωρίς κανένα ιδιαίτερο στυλ στο ντύσιμο, ούτε με τις γνωστές μάρκες στα ρούχα, σίγουρα δεν με έλεγες τον ωραίο του σχολείου, με μια μύτη που δεν έλεγε να σταματήσει να μεγαλώνει και οπωσδήποτε ούτε ήμουν και ο αθληταράς που θα εντυπωσίαζε με τις δεξιότητές του. Αυτό που είχα ήταν χιούμορ, εξυπνάδα, και αρκετή δόση αφέλειας που έφτανε στα όρια της αγαθοσύνης. Πάντως καθόλου μαγκιά. (Αν και είχα καταφέρει κάτι εντελώς απρόβλεπτο: να βγω 2ος σε ψήφους στις εκλογές του 15μελούς σε όλο το σχολείο, επειδή είχα δακτυλογραφήσει στη γραφομηχανή μου μικροσκοπικά διαφημιστικά χαρτάκια που είχα ντύσει και με σελοτέιπ ώστε να μη σκίζονται με τυπωμένο το ονοματεπώνυμό μου και διάφορα έξυπνα συνθήματα από κάτω που προέτρεπε τα γυμνασιόπαιδα να με ψηφίσουν). Οι δραστηριότητές μου μέσα στο Γυμνάσιο κυμαίνονταν μεταξύ της Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με τον κύριο Τζιώτη, της οργάνωσης για τη ζωγραφική στους τοίχους του σχολείου με οικολογικά θέματα και θέματα κατά των ναρκωτικών, της έκδοσης εφημερίδας από το τμήμα μου, την προώθηση κασσέτας με τραγούδια της Μελίνας Μερκούρη στο γραφείο ώστε να την παίζουν στα διαλείμματα σ΄όλο το σχολείο για καιρό αφού πέθανε, και φυσικά τη συμμετοχή σε οτισήποτε πολιτιστικό οργάνωναν στο σχολείο. Γενικά πάντως έψαχνα τον εαυτό μου, τον χαρακτήρα που θα θελα να έχω και την εικόνα που θα θελα να περνάει η παρουσία μου.
Βρίσκομαι λοιπόν στη καρέκλα του χασάπη, δηλαδή του κουρέα -ο οποίος κατά τα άλλα ήταν και είναι πολύ άξιος στη δουλειά του- και μου περνάει τις τελευταίες ψαλιδιές. Ένα κούρεμα που ήταν απλά κόντεμα, χωρίς κάποιο τρομερό στυλ (το 'καπελάκι' ήταν πια πασέ, και η 'μοϊκάνα' ήταν too much για μένα, παιδί του κατηχητικού). Εκει λοιπόν που πια είναι έτοιμος να αρχίσει ο Διονύσης την τελική γλυπτική του κουρέματος με την κουρευτική του μηχανή, ξεχασμένος στη λιγομίλητη όπως πάντα κουβέντα μας; Στην μάταιη προσπάθειά του να με κάνει να ανοίξω -εγώ!;- κουβέντα για ποδόσφαιρο; Τι να πω! Έκανε πάντως το λάθος να ΜΗ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΌ ΣΤΗΝ ΚΟΥΡΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗ και να μου ανοίξει μια διαμπερή τρύπα στο τρίχωμά μου μήκους όσο και το ξυράφι της μηχανής του, 2 εκατοστά πάνω απο το αυτί μου! Πάθαμε και οι 2 σοκ. Αυτός να ζητάει συγνώμη, εγώ όπως πάντα ψύχραιμος και μαλθακός, να μην κακοκαρδίσω κανέναν.
Αυτό τελικά που με πείραξε ήταν που δεν αντέδρασα καθόλου αρνητικά. Και πλήρωσα κανονικότατα και το βούλωσα κι όλας. Και έφυγα. Με την φωτεινή δερμάτινη τρύπα πάνω από το αυτί. Με το μαγνήτη του βλέμματος των γυμνασιόπαιδων στο κεφάλι.
- Βαριέσαι;
- Δε βαριέσαι...

12.12.07

Μετείκασμα (FOCUS)



Η ζωή, καμιά φορά, είναι σαν το ταξίδι με το τρένο. Μόνο που ταξιδεύεις χωρίς να ξέρεις σε ποια στάση τελικά θα κατέβεις. Το μόνο που έχεις είναι το παρόν, αυτό που περνάει έξω απ' το παραθυρό σου. Όσο και να κολλήσεις τη μούρη σου στο τζάμι, δεν μπορείς να δεις τι άφησες πίσω σου ή τι έρχεται μετά. Ό,τι πέρασες δεν υπάρχει παρά μόνο στη μνήμη σου. Ό,τι έρχεται υπάρχει μπροστά αλλά δεν μπορείς να το δεις παρά μόνο όταν έρθει στην ίδια ευθεία με σένα. Κάποια πράγματα, τα πιο κοντινά στο παράθυρο, είναι και τα πιο απρόβλεπτα: περνούν τόσο γρήγορα και είναι τόσο φευγαλέα που δεν καταλαβαίνεις καλά καλά περί τίνος πρόκειται. Τα πιο μακρινά στοιχεία, όπως το γενικότερο τοπίο, αλλάζει πιο αργά και σταθερά. Λωρίδες παράλληλες με το τρένο που τρέχουν σε διαφορετικές ταχύτητες όσο απομακρύνονται απο σένα. Μπορεί όμως και εκεί που κοιτάς το πιο όμορφο τοπίο ή όταν το τρένο είναι σκαρφαλωμένο σε κάποιο γκρεμό κι εσύ νομίζεις ότι πετάς, να σκοτεινιάσουν ξαφνικά τα πάντα επειδή εντελώς απρόσμενα έχεις μπει σε ένα τούνελ. Να ταξιδεύεις εκεί, στο τίποτα για ώρα, μέχρι που όταν τελειώσει το τούνελ να βγεις σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, σε έναν άλλο τόπο, άλλης ομορφιάς, άλλων καιρικών συνθηκών.
Όταν ξέρεις ότι έχεις κάποια αρρώστια και σου δίνεται συγκεκριμένος χρόνος ζωής, ή όταν είσαι φυλακισμένος μελλοθάνατος και ξέρεις πότε θα σε εκτελέσουν, είναι σαν να γνωρίζεις ότι "τελικά κατεβαίνω 'εκεί', πχ. στο Λιανοκλάδι".
Αυτή η σκέψη για τη ζωή και το τρένο είναι σαφώς περιοριστική εως και παθητική, εφόσον, όσο κι αν σου φαίνονται καινούρια όσα βλέπεις απ' το παράθυρο, παρόλ' αυτά το παράδοξο είναι ότι τελικά το τρένο έχει συγκεκριμένη πορεία από την οποία δεν υπάρχει περίπτωση να παρεκκλίνει, που σημαίνει ότι η πορεία σου στη ζωή είναι προδιαγεγραμμένη. Ακόμα κι αν ήσουν εσύ αυτός που οδηγούσες το τρένο, πάλι θα σουν αναγκασμένος να πας όπου σε πάνε οι γραμμές. Εκτός βέβαια κι αν, με κάποιο τρόπο, προκαλούσες απρόβλεπτα εκτροχιασμό του τρένου. Τότε όμως θα πρεπε να συνεχίσεις με τα πόδια, ή έστω να κάνεις το τρένο να πετάξει ώστε να μη χρειάζεται πια τις γραμμές.
Εν τέλει, καταλήγουμε ότι η ισορροπία όταν είσαι όρθιος στο τρένο είναι σημαντικό πράγμα, ειδικά αν κρατάς ποτήρι με καφτό καφέ.

10.12.07

O ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΝΑΥΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΡΕΓΜΕΝΟΣ ΓΑΤΟΣ

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα ξύλινο ναυτάκι σε ένα ράφι ενός παλιού παιχνιδοπωλείου. Ένα ναυτάκι μικροσκοπικό, όσο κι ένα όρθιο δάκτυλο. Αυτό το ναυτάκι ήταν μάλλον από την Κρήτη γιατί είχε απ’ τη μια σχέση με τη θάλασσα (εφ’ όσον ήταν και ναυτάκι), και απ’ την άλλη, γιατί είχε ένα μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι.

Φορούσε μια μπλε, ζωγραφιστή στο χέρι, στολή, με μια ριγέ άσπρη-μπορντώ μπλούζα και έναν λευκό μπερέ, με μια μπορντώ ξύλινη φουντωτή φούντα. Το ναυτάκι ένοιωθε πολύ ξεχωριστό, γιατί σε αντίθεση με όλα τα άλλα παιχνίδια στο μαγαζί... ήταν ζωντανό! Είχε συνείδηση, και το καταλάβαινε. Μπορούσε να ακούει, να σκέφτεται, και τις νύχτες όταν ήταν μοναχό του, και το έλουζε απ’ τη βιτρίνα το φεγγαρόφωτο και η λάμψη των αστεριών, τραγουδούσε ατέλειωτα αυτοσχέδια τραγούδια με την υπέροχη φωνή του, ψάχνοντας να βρει την τέλεια μελωδία που θα το έκανε να αισθάνεται λίγο λιγότερο μοναχό στο έρημο ράφι του.
Γιατί το ξύλινο αυτό παιχνιδάκι, εκτός του ότι ήταν μονάχο του, είχε και ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ήταν τρομερά ασταθές. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Στεκόταν συνεχώς όρθιο πάνω σε μια μαύρη, κυλινδρική βάση που όταν την πίεζε κάποιος από κάτω, το φτωχό το ναυτάκι, σωριαζόταν κάτω, σαν να λύνονταν τα γόνατά του, και, ανίκανο να ξανασηκωθεί, περίμενε υπομονετικά να επιστρέψει η βάση στη θέση της.

Το ναυτάκι, λοιπόν, παρόλο που ήταν ξύλινο, είχε πολύ θερμή καρδιά, που έκαιγε σαν κόκκινο τριαντάφυλλο. Και απέδιδε αυτή του την αστάθεια στο ότι δεν είχε βρει ποτέ κάποιον να αγαπήσει πραγματικά αλλά και ν΄αγαπηθεί απ΄ αυτόν. Έτσι, τις φεγγαρόλουστες νύχτες, για να παρηγορεί τον εαυτό του, τραγουδούσε με την υπέροχη φωνή του για την αγάπη του που περίμενε να ρθει. Και πάντα, κάθε ημέρα, που το μαγαζί ήταν ανοιχτό, είχε διαρκώς το βλέμα του προς τα πάνω μήπως περάσει η αγάπη του και δεν την δει, και τα χέρια του απλωμένα μπροστά περιμένοντας μιαν αγκαλιά. Μα τίποτα...

Ένα κρύο βράδυ μιας πρωτοχρονιάς με μεγάλο φεγγάρι και πολλά αστέρια, ήταν για μια ακόμη φορά μοναχό του στο ράφι του και ένοιωθε τόσο – μα τόσο μόνο, που άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι για τη μοναξιά του. Ένα τραγούδι που δεν το ΄χε ξαναπεί ποτέ και ήταν τόσο – μα τόσο συγκινητικό, που άρχισε για πρώτη φορά να κλαίει. Του έκανε τόση εντύπωση που έκλαψε, γιατί δεν ήξερε ότι μπορούν τα ξύλινα παιχνιδάκια να το κάνουν αυτό, και αυτή η σκέψη το έκανε να κλαίει περισσότερο...
και να τραγουδάει...
και να κλαίει...
και να τραγουδάει...
και να κλαίει... τόσο, που τα μάτια του από μαύρα άρχισαν να γίνονται σκουρογκριζοπράσινα, και τα δάκρυά του άρχισαν να στάζουν στο από κάτω ράφι, πανω στη μουσούδα ενός γκρι-άσπρου πλαστικού γάτου...

-«Νιαααααρ!», φώναξε ο γάτος, «με έκανες μούσκεμα!! Εεε.. Merci!»
-«Τι;; Μιλάς κι εσύ!», απόρησε σκύβοντας όσο μπορούσε πάνω στη βάση του το ναυτάκι, για να δει τη γάτα από κάτω.
-«Και βέβαια μιλάω bien-sur, και νιαουρίζω, όταν πέφτουν μαγικά δάκρυα στην μουσούδα μου! Μagique, ξέρεις; Γι’ αυτό σ΄ευχαριστώ – παρόλο που σαν γάτα απεχθάνομαι το μπάνιο», είπε ο γάτος και άρχισε να τεντώνεται σαν να ήταν ακίνητος για χρόνια.
-«Μόνο τότε; Όταν πέφτουν μαγ.. μαγικά δάκρυα στην ωραία σου μουσούδα! Δηλαδή έχω μαγικά δάκρυα;;», ρώτησε έκπληκτο το ναυτάκι, κι έσκασε ένα χαμόγελο.
-«Και βέβαια έχεις μαγικά δάκρυα, επειδή κρύβεις αγάπη μέσα σου! Amour, ξέρεις;», απάντησε υπεροπτικά ο γάτος. «Αλλά, πες μου τί σ΄έπιασε και κλαις, και τραγουδάς; Χμμ… Και τί ωραία φωνή… C’ est bien melodique!»
«... Τι αλλόκοτο γατάκι», σκέφτηκε το ναυτάκι...
-«Άντε, τι με κοιτάς έτσι;» είπε πάλι το γατόνι, « Πες μου γρήγορα, πριν στεγνώσουν τα δάκρυά σου απ’ τη μουσούδα μου και ξανακοκκαλώσω!»
-«Εεε, ναι! Να..» είπε γρήγορα το ναυτάκι, «να, δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου πολλές φορές. Και επίσης νοιώθω πολύ.. πολύ μόνο μου εδώ πάνω στο ράφι!»
-«Χμμμ... κι εγώ νοιώθω πολύ πιασμένος, γιατί ξέρεις, πολύ σπάνια κλαίει κάποιος με μαγικά δάκρυα πάνω στη μουσούδα μου, ώστε να ξυπνώ και να ξεμουδιάζω», είπε ο γάτος.
-«Ε, τότε, εφόσον μπορώ, θα κλαίω κάθε φορά πάνω στη μουσούδα σου προκειμένου να με βοηθήσεις!» , είπε χωρίς καλά καλά να το σκεφτεί το ναυτάκι.
-«Vraiment?? Τέλεια! Λατρεύω τον ύπνο, αλλά είναι απαραίτητο πότε πότε να ξυπνάω κι εγώ... καταλαβαίνεις. Χμμ... μάλλον οχι, εσύ είσαι πάντα σχεδόν ακίνητο πάνω στη βάση σου... Καλά, άσε με να σκεφτώ...», είπε ο γάτος ξύνοντας με το πίσω δεξί πόδι του, πίσω από το δεξί αυτί του, και ξαφνικά αναφώνησε, «... Voila! Ίσως μπορώ τελικά να σε βοηθήσω!!».

Σκίρτησε η καρδιά του ναύτη από χαρά, μα πάνω που πήγε να τον ρωτήσει με ποιον τρόπο θα τον βοηθούσε και πάνω που τέντωσε τα αυτιά του να ακούσει την συνέχεια...
!

... είδε έκπληκτος ότι ο περίφημος γάτος στο από κάτω ράφι είχε γίνει ξανά πλαστικός και ακίνητος!!!

«Όχιιιι!», φώναξε απελπισμένα! «Όχι τώρα που θα μάθαινα τι πρέπει να κάνω!!. Τώρα πώς θα ξαναζωντανέψει;;Πρέπει πάλι να αρχίσω να κλαίω. Πώς όμως! Μια φορά εχω κλάψει στη ζωή μου: πριν λίγο, που τραγουδούσα αυτό το... το... Ναι! Αυτό είναι! Αυτό το Τραγούδι!!» , είπε, και βάλθηκε να θυμηθεί τη γλυκόπικρη μελωδία της μοναξιάς του, τη μελωδία της αγάπης του, που το έκανε τόσο να συγκινηθεί και να βάλει τα κλάμματα πριν λίγο... και τελικά τα κατάφερε!
Ποτάμι έτρεχαν και πάλι τα δάκρυα από τα μάτια του, τόσο που από σκουρογκριζοπράσινα που ήταν, έγιναν ανοιχτογκριζοπράσινα...

... Η γάτα ξαναπετάχτηκε όρθια φωνάζοντας

-«Ουάου! Δεν έχω ξαναπιάσει τέτοιο χρόνο! Πρώτη φορά έχω τόσο γρήγορο ξαναξεπάγωμα! Maqnifique!!»
-«Πες! ΠΕΕΕΣ!», φώναξε από πάνω ο ναύτης...
-«Τι; Ποιός; Α! Εσύ! Ναι, ναιιι... βέβαια! Τι έλεγα;Ξέρεις, η μνήμη από πάγωμα σε ξεπάγωμα, κάπου χάνει και...»
-«’ΒΟΥΑΛΑ!’, είπες, και, ‘νομίζω πως ξέρω πως να σε βοηθήσω’, και μετά πάγωσες!!!», ούρλιαξε το ναυτάκι σκουπίζοντας τα τελευταία του δάκρυα.
-«Ναι, μη φωνάζεις όμως! Εκτιμώ το ότι μπήκες στη δυσάρεστη θέση να ξανακλάψεις για μένα, αλλά λίγη υπομονή δε βλάπτει. Ναι, θυμήθηκα το πρόβλημά σου! Ξέρεις, θέλω λεπτομερή, specifiquement ανάλυση του προβλήματός σου... και βέβαια να μου πεις τι κάνεις και κλαις!»
-«Χα,χα! Με κάνεις και γελάω γατούλη! Οκ, θα σου πω...»

Κι έτσι, μετά από πολλές νύχτες, με πολλές εξηγήσεις και συζητήσεις, γέλια , και φυσικά, πολλά πολλά μαγικά δάκρυα, ο γάτος έγινε στενός φίλος με το ναυτάκι και το ναυτάκι άρχισε να νοιώθει πολύ καλύτερα. Η λύση τελικά που υποσχέθηκε το γατάκι στον μικρό ναύτη, βρισκόταν στο κολλάρο του γάτου. Γιατί είχε πάνω γραμμένο ένα μαγικό ξόρκι που μόνο ο γάτος δεν έφτανε και δεν έπρεπε να διαβάσει, και έτσι αποφάσισε να δωρίσει το ξόρκι του στον φίλο του το ναυτάκι. Ένα ξόρκι που θα μπορούσε να μεταμορφώσει αυτόν που θα το διάβαζε σε ό,τι ήθελε!

Πολλά πέρασαν από το μυαλό του ναύτη. Σε τι να μεταμορφωθεί; Να γίνει άνθρωπος και να φύγει; Να γίνει πουλί και να πετάξει... δεν ήξερε τι να αποφασίσει. Δεν ήταν πλεονέκτης, ήταν ένα παιχνίδι, δεν ήθελε να μεταμορφωθεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ήθελε απλά να αγαπάει και να αγαπηθεί, και να γίνει επιτέλους κάτι με τα ασταθή πόδια του!
Αλλά τελικά ό,τι κι αν σκεφτόταν, μια σκέψη πάντα το συγκρατούσε: δεν ήθελε να αφήσει τον γάτο. Ίσως αυτό που άρχιζε να νοιώθει γι’ αυτόν, είναι αυτό που λέγεται Αγάπη.

«Λες; Λες Να βρήκα αυτό που έψαχνα;», αναρωτήθηκε. Και μετά χαμογέλασε και είπε, «Λοιπόν, να τι θα κάνω!»

Διάβασε από ψηλά λοιπόν το ξόρκι, έσφιξε τα μάτια και έκανε την ευχή... και αμέσως μεταμορφώθηκε!

Ο γάτος έμεινε άφωνος όταν είδε τις λάμψεις και ένοιωσε το κολάρο του να τον σηκώνει και να τον οδηγεί στο ράφι του φίλου του και τότε, δεν πίστευε στα μάτια του!
-«Μiracle! Nιααααρ!», ο γάτος..
Το πρώην ξύλινο ναυτάκι ήταν πια σε ένα υπέροχο, ξύλινο μουσικό κουτί, με το ναυτάκι πια μέσα αλλαγμένο, με ολόασπρη από τα μάγια επιδερμίδα και πολύ ανοιχτόχρωμα, γκριζοπράσινα μάτια, να εκμεταλλεύεται πια την αστάθειά του προσπαθώντας να ισορροπήσει, χορεύοντας πάνω σε μια κόκκινη μπάλα! Η δε καρδιά του, είχε ανοίξει και φαινόταν σαν τριαντάφυλλο, κι αυτό από τη χαρά του που βρήκε τον αληθινό εαυτό του και την αγάπη του για τον γάτο, και την αγάπη του γάτου γι’ αυτόν!

Έτσι, διάλεξε με την ευχή του, το κουτί στο φόντο να έχει πάντα έναν φεγγαρόφωτο ουρανό και να παίζει τη μελωδία του μια ορχήστρα κρυμμένη σε ένα τσίρκο στο βάθος, ώστε να είναι πάντα πιο εύκολο γι αυτόν να τραγουδάει και να δακρύζει όλο και συχνότερα για να χει κοντά του τον φίλο του τον γάτο, που κι αυτός με τη σειρά του του κούρδιζε όποτε ήθελε το μουσικό κουτί.
Το ύφος του ήταν χαρούμενα θλιμένο και είχε πάντα ένα δάκρυ εύκαιρο στο μάγουλό του. Ξύρισε και το μουστάκι, για να μην εμποδίζει τα δάκρυα να τρέχουν προς τον γάτο όταν χρειάζεται. Για να ταιριάζει στο μουσικό κουτί, έβαλε και μια παρδαλή στολή κλόουν από τσίρκο, πήρε και ένα τόπι κ μια τρομπέτα και έγραψε μια επιγραφή που έλεγε “Eternal Love”, για να μην ξεχνούν ποτέ ούτε αυτός, ούτε κι ο γάτος τι είναι αυτή η χαρμολύπη που του έφερε κοντά και τους ενώνει για πάντα.

Δεξιά κι αριστερά του κουτιού άνοιξε και δύο πύλες ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει με το γάτο στο κουτί, μα και να ταξιδεύουν σε άλλους, φανταστικούς κόσμους και να γνωρίζουν και άλλα, παράξενα, ερωτευμένα πλάσματα...

... και ήμουνα κι εγώ εκεί,
και το τρύπιο μου τ’ αυτί!

FIN


ΥΓ> Στον Ροδόγατο