26.1.09

LEGO


Του άρεσε να κάνει στον ανιψιό του διάφορες σοβαρές ερωτήσεις και να του απευθύνεται σαν να μιλάει σε ενήλικα. Δεν έχει σημασία που ο μικρός είναι μόλις τριών ετών.
Μια φορά τον είχε ρωτήσει:
«Πιστεύεις πως μπορείς στην ηλικία που είσαι, μέσα από βαθιά πνευματική άσκηση να φέρεις στην επιφάνεια σκέψεις και ιδέες που υπάρχουν στο υποσυνείδητό σου;».
Το παιδάκι τα ‘χασε, απόρρησε, αλλά τελικά με νάζι σε στυλ ‘δεν-καταλαβαίνω-τι-λες,-αλλά-σίγουρα-θα-το-μπορώ’, απάντησε
«Ναι…»
«Όχι, δεν το μπορείς!» του απάντησε προκλητικά και παιχνιδιάρικα αυτός. Ο μικρός αφήνιασε.
«Ναι, μπορώ!», τσίριξε:
«Όχι, δεν μπορείς!»
«Μπορώ! Μπορώ!»
Τον παγίδευε με τέτοιες ερωτήσεις και το διασκέδαζε πολύ.
Μέχρι που προχθές του έκανε την εξής ερώτηση:
«Πιστεύεις πως όταν μεγαλώσεις θα θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;»
Αυτή τη φορά το παιδί δε φάνηκε να τα έχασε και τόσο.
«Ναι», απάντησε.
«Πώς θα τα θυμάσαι; Εγώ δε θυμάμαι καθόλου τι έκανα όταν ήμουν στην ηλικία σου.»
«Εγώ ξέρω τι έκανες μικρός...», του απάντησε αθώα ο μικρός και έτρεξε στο δωμάτιό του. Γύρισε κρατώντας κάτι στην αγκαλιά του, και είπε αφοπλιστικά σ’ αυτόν:
«Έπαιζες με πολύχρωμες μπάλες και έχτιζες πύργους με τουβλάκια…»
Άνοιξε τα χέρια του, και στο πάτωμα έπεσαν διάφορα παλιά παιχνίδια, μπάλες και τουβλάκια, που ο ίδιος είχε χαρίσει στον ανιψιό του.

11.1.09

Κλοπή Τροπή Ντροπή

Με το ποδήλατο στην Πατησίων, λίγο πριν την Αγίου Μελετίου. Ακούω ποδοβολητό και νοιώθω έντονες κινήσεις δεξιά μου, στο πεζοδρόμιο. Κοιτάω, είναι καμιά δεκαριά μαύροι που αλαφιασμένοι κάνουν μπόγους εν ριπή οφθαλμού τις πραμάτειες τους, τους βάζουν στον ώμο και τρέχουν.
Θα ‘πεσε σήμα ότι σκάσανε οι μπάτσοι να τους μαζέψουν, σκέφτομαι, ενώ συνεχίζω τις πεταλιές. Οι τύποι τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση με μένα. Αυτοί στο πεζοδρόμιο, εγώ στο δρόμο. Έχουμε την ίδια ταχύτητα και τους χαζεύω.
Κάποια στιγμή από έναν που ‘χει ξεμείνει πίσω, πέφτει στο πεζοδρόμιο ένα κινητό. Δεν το παίρνει είδηση, τρέχει ακάθεκτος ενώ από πιο πίσω του σκάει τρέχοντας μια κοπελιά. Είναι γεματούλα, μελαχρινή, με φουντωτά μαλλιά, συντηρητικά ντυμένη και με μια δόση ρετρό στο παρουσιαστικό της. Σκύβει με αγωνία τρέχοντας και μαζεύει το κινητό που έπεσε και τρέχει καταδιώκοντας τον μαύρο που του έπεσε το τηλέφωνο.
Α, καλά… κατάλαβα - σκέφτηκα. Ο μαύρος της έκλεψε το κινητό, εκείνη το μυρίστηκε, το φώναξε δυνατά, ο τύπος θα πέταξε το κινητό για να γλυτώσει, εκείνη τρέχει να τον πιάσει, και τώρα τρέχουν όλοι μαζί οι μαύροι, μη τους πιάσουν οι λευκοί.
Έλα μου όμως που η κοπέλα άρχισε να φωνάζει στο μαύρο λαχανιασμένη κάτι που με ταρακούνησε από τη σκέψη που μόλις είχα κάνει…
«Το κινητό σας! Σας έπεσε το κινητό! Κύριε!», φώναζε άγαρμπα, άτεχνα, μα με τόσο αφοπλιστική ειλικρίνεια, που για μια στιγμή ένοιωσα ένοχος που σκέφτηκα το συλλογικά και τόσο στενοκέφαλα 'αναμενόμενο' ενδεχόμενο της κλοπής.
Κι η κοπελιά του φώναζε και τον κυνηγούσε. Αυτός δεν καταλάβαινε φυσικά μέσα σ’ όλη την αναμπουμπούλα τι είχε συμβεί, ίσως να μην ήξερε και λέξη ελληνικά, και, δώστου να τρέχει και πιο γρήγορα να γλυτώσει από την πιο αθώα κοπέλα του κόσμου.
Έστριψε στην πρώτη γωνία, έστριψε κι αυτή πίσω του, εγώ συνέχισα ευθεία με το ποδήλατο, χαθήκανε από τα μάτια μου, και στην τελική στ’ αρχίδια μου κι όλας.