16.10.06

ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, ΠΟΤΕ

Μεσημέρι.
Στρογγυλή πλατεία, έρημη, με ένα παγκάκι στη μέση. Η πλατεία είναι στρωμένη με μωσαϊκό από μεγάλες, κομματιασμένες πλάκες. Γύρω από την πλατεία ήχοι από πολλή κίνηση: αυτοκίνητα, μηχανάκια, ασθενοφόρα. Ένα, ένα, μετά μαζί.
Στο παγκάκι κάθεται μια λεπτή, όμορφη κοπέλα, που έχει χαρακτηριστικά πορσελάνινης κούκλας. Δεν της πάει καθόλου το βρίσιμο, κι όμως που και που πετάει αιφνιδιαστικά κάποιες τέτοιες λέξεις που ακούγονται πολύ αταίριαστες με το στυλ της.
Δίπλα στην κοπέλα είναι ακουμπισμένη μια βαλίτσα. Η κοπέλα έχει στα πόδια της μια μεγάλη χάρτινη σακούλα με φιστίκια. Από εκεί βγάζει πολύ μηχανικά το κάθε φιστίκι ένα ένα , το καθαρίζει από το σκληρό τσόφλι του που το πετάει κάτω μπροστά της, και μετά καθαρίζει από το φλούδι τους τα δυο φιστίκια που περιέχονταν στο τσόφλι και τα τρώει , πολύ μηχανικά κοιτάζοντας μπροστά στο κενό.

Οι θόρυβοι της πόλης ελαττώνονται σημαντικά. Χαμηλώνουν.
Θόρυβος από φιστίκι. Μασούλημα.
Θόρυβος από φιστίκι. Μασούλημα.
Θόρυβος από φιστίκι. Μασούλημα.
Σιωπή.

ΚΟΠΕΛΑ: Κι αυτός ο Μπόμπυ - πώς μπόρεσε να που το κάνει αυτό; (παύση) Να με παρατήσει την ημέρα της επετείου μας! Την ημέρα της επετείου μας, γαμώτο, εκεί που το γιορτάζαμε – χωρίς καμιά εξήγηση!

(Θόρυβοι πόλης. Χαμηλώνουν. Σιωπή. Θόρυβος από φιστίκι. Μασούλημα.)

ΚΟΠ: Το σοκ ήταν μεγάλο. Και πως αλλιώς θα μπορούσα να το ξεπεράσω; (παύση)
(Θόρυβος από φιστίκι)
(σαν ατάκα από διαφήμηστικό σποτ) … παρά με μια μεγάλη, οικογενειακή σακούλα φυστίκια. Ολόκληρα. Με το τσόφλι τους! Σαν αυτά του... του σούπερ Γκούφυ!
(Μασούλημα)

Τα-Νταχ!!

(Μασούλημα)
(Θόρυβοι πόλης. Χαμηλώνουν.)

ΚΟΠ: … Αλλά, να μου συμβεί αυτό; Ύστερα από τρία τόσο ευτυχισμένα χρόνια! (παύση) Είναι σκέτη τρέλα! Μια σκέτη, γαμημένη, τρέλα!
(Θόρυβος από φιστίκι), (Μασούλημα)

ΚΟΠ: Όλα είχαν αρχίσει με έναν απρόσμενα ιδανικό τρόπο - (Θόρυβος από φιστίκι) Ή μηπως, με έναν ιδανικά απρόσμενο τρόπο; (Θόρυβος από φιστίκι)
… Καθόμασταν στο μπαρ, άγνωστοι, μου πρόσφερε από την πορτοκαλάδα του - (Μασούλημα) και με κοίταζε με ένα βλέμα που ήταν σαν να έλεγε «αν πιείς, θα είναι σαν να μου λες ‘κι εγώ σε θέλω’!».
(Θόρυβοι της πόλης), (Χαμηλώνουν)

ΚΟΡ: Ήπια! Και από τότε είμαστε μαζί. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να με κρατάει από τον γοφό όταν περπατούσαμε πλάι πλάι. (Θόρυβος από φιστίκι) Σαν να θελε να με ανασηκώνει σε κάθε μου βήμα!
(Μασούλημα), (Μπουκωμένη) … Και να με αφήσει τώρα, το καθίκι; Ξαφνικά! Μετά απ’ όσα περάσαμε! Με πιάνει υστερία.
(Θόρυβοι της πόλης), (Χαμηλώνουν)

ΚΟΡ: Κι αυτός ο ήλιος - πόσο με ζαλίζει! Και το αλάτι από αυτά τα φιστίκια, ξεραίνει το λαιμό μου - (Θόρυβος από φιστίκι) Και είμαι εδώ, μόνη, χωρίς νερό, χωρίς άντρα, να τρώω φυστίκια σκέτα! (Μασούλημα)
(Θόρυβοι της πόλης), (Χαμηλώνουν) (Υστερικό γέλιο της κοπέλας)

ΚΟΡ: Είναι κρίμα, μετά από τόση προσπάθεια που χεριάζεται για να καθαρίσεις ένα και μόνο φιστίκι, η απόλαυση τελικά να είναι τόσο μικρή. Τι να μου κάνουν ένα ή δύο φυστικάκια; Είναι τόσο μικρό το μέγεθος..
(Θόρυβος από φιστίκι)
(Θόρυβος από φιστίκι)
(Θόρυβος από φιστίκι)
(Θόρυβος από φιστίκι)
(Θόρυβος από φιστίκι)
ΚΟΡ: Το να καθαρίσω λοιπόν, πέντε μαζεμένα, και να τα φάω απανωτά ίσως δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση αποζημίωσης. Χμμ..
(Μπουκώνεται τα φιστίκια που καθάρισε, όλα μαζί)

ΚΟΡ: Αχ, Μπόμπυ - ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα. Και (βήχει) ποτέ δεν με κοίταξες (βήχει) ποτέ, στα μάτια (βήχει) όπως εγώ! Στα μάτια, γαμώτο! (βήχει), (Αρχίζει και πνίγεται απ΄τα φιστίκια που της κάθησαν στο λαιμό) Νερό! (βήχει) Μπόμπυ! Αχ, Μπόμπυ δες πως με κατάντησες! (βήχει) Βοήθεια, πνίγομαι! (Διπλώνεται, αρχίζει και πέφτει σταδιακά πάνω στο σωρό από τα τσόφλια κάτω μπροστά της, ενώ χτυπάει στο στέρνο της προσπαθώντας να βοηθήσει τον εαυτό της) Νερό!!

(Θόρυβοι της πόλης)
(Ξαφνικά, εμφανίζεται ο Μπόμπυ με ένα μεγάλο, γυάλινο ποτήρι με νερό, που περνά το δρόμο με δυσκολία ενώ ακούγονται απειλητικά προς αυτό κορναρίσματα, φρεναρίσματα και βλαστήμιες. Προσπαθεί να τα αποφύγει με την προσοχή του στο ποτήρι. Φτάνει με αγωνία στην πλατεία και στέκεται στην άκρη. Σιωπή.)
(Θόρυβοι πόλης χαμηλώνουν)

ΜΠΟΜΠΥ: Μάντλιν; (Κοιτάζει την κοπέλα και την πλατεία με φόβο και μεγάλη αγωνία)

ΚΟΠ: Μπόμπυ! Βοήθεια, πνίγομαι, λίγο νερό (βήχει) ένα χτύπημα στην πλάτη! (βήχει)
Τι με κοιτάζεις; Δε θα με βοηθήσεις; Τόσο πολύ με μισείς; (βήχει) Τόσο πολύ, ρε αρχίδι; (βήχει συνέχεια)

ΜΠ: Εγώ φταίω για όλα, αγάπη μου. Υπομονή, θα προσπαθήσω να έρθω ως εκεί το συντομότερο!

(Θόρυβοι της πόλης)
(Ο Μπόμπυ, σε όλο το υπόλοιπο πηδάει στις πλάκες με τις οποίες είναι στρωμένη η πλατεία, αποφεύγοντας να πατήσει στη διαχωριστική τους γραμμή, σαν να πρόκειται για νάρκη. Κάτι, που κάνει τη μετάβασή του στο παγκάκι εξαιρετικά δύσκολη. Σε κάθε πήδημα, χύνεται νερό από το ποτήρι.)
(Θόρυβοι πόλης χαμηλώνουν)

ΚΟΡ: (Πεσμένη πια κάτω με τα φιστίκια χυμένα μπροστά στο παγκάκι) Για τ’ όνομα του θεού (βήχει) τσακίσου ρε πούστη αμέσως εδώ! (βήχει) Δεν μπορείς, αγάπη μου, να μεγαλώσεις επιτέλους (βήχει), έστω για ένα λεπτό! (βήχει) Ήσουν πάντοντε ένα… (βήχει) ήσουν… (βήχει) ένα παιδί -(βήχει), (πεθαίνει)

(Θόρυβοι της πόλης)
(Μόλις πεθάνει το κορίτσι, ο Μπόμπυ μετά από πολύ κόπο και χωρίς πια καθόλου νερό στο ποτήρι, φτάνει με έναν τελευταίο, απελπισμένο πήδο στο κορίτσι, πατώντας πάνω στα φιστίκια. Κοιτά με αγωνία να δει αν ζει. Δε ζει. Την αγκαλιάζει, πετά το ποτήρι και κλαίει.)
(Θόρυβοι πόλης χαμηλώνουν)

ΜΠ: Συγνώμη Μάντυ - συγνώμη - Έκανα ό,τι μπορούσα! Δεν είναι πως δε σ’ αγαπώ. Είναι μόνο, που - Είναι που δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά, σε μια ευθεία. (Κοιτάζοντας την απέραντη, γι΄αυτόν, πλατεία γύρω του) Γιατί, ξέρεις, έτσι - έτσι ίσως πατήσω τη γραμμή. Τη διαχωριστική γραμμή. Και δεν πρέπει να πατάς ποτέ τη τη γραμμή, Μάντυ. Ποτέ! Γιατί τότε - (παύση)
(Θόρυβοι της πόλης), (Χαμηλώνουν)

Τότε ίσως χρειαστεί και να μεγαλώσεις.

(Θόρυβοι της πόλης)

(Η σκιά ενός μεγάλου όρνιου που κράζει πάνω από τα κεφάλια τους, κινείται πάνω στη στρογγυλή πλατεία)




~ ΑΥΛΑΙΑ? ~