1.11.11

Μήνυμα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ προς την Ελλάδα του 2011



ΝΟΡΘΟΜΠΕΡΛΑΝΤ
Μα το Θεό,
είναι ντροπή ν' αφήνουμε να γίνονται
παρόμοιες αδικίες (...) σ' αυτόν τον τόπο
που όλο ξεπέφτει. Ο βασιλιάς δεν έχει
καμιά δική του πια προσωπικότητα,
παρά έχει καταντήσει ένα όργανο άθλιο
στα χέρια των κολάκων-
και για ό,τι πουν αυτοί εναντίον μας από μίσος,
μας κυνηγάει σκληρά, κι εμάς και τις γυναίκες μας
και τα παιδιά μας και τους κληρονόμους μας.

ΡΟΣ
Ρήμαξε το λαό με βαριούς φόρους,
κι έχασε την αγάπη του-
στην αριστοκρατία έβαλε πρόστιμα
για παλιές διαφορές, κι έτσι έχει χάσει
κι εκείνης την αγάπη.

ΟΥΙΛΛΟΜΠΥ
Και κάθε μέρα βρίσκουν νέα συστήματα
για να παίρνουνε χρήματα:
"εντάλματα εν λευκώ, συνείσφορές",
και ό,τι άλλο φανταστεί κανένας. Όμως,
για το Θεό, τι γίνονται όλ' αυτά;

ΝΟΡΘ.
Σίγουρα δεν ξοδεύτηκαν για πόλεμο.
Γιατί αυτός δεν πολέμησε, μόνο έδωσε
με ντροπερές συνθήκες όσα απόχτησαν
με το σπαθί οι πατέρες του. Αυτός ξόδεψε
πιο πολλά στην ειρήνη,
παρ' όσα εκείνοι τότε στους πολέμους.

ΡΟΣ
Το βασίλειο είν' όλο παχτωμένο
στο λόρδο του Ουίλτσερ.

ΟΥΙΛΛ.
Ο βασιλιάς χρεοκοπημένος άνθρωπος.

ΝΟΡΘ.
Χαμός και καταφρόνια τον προσμένουν. (...)
Ω, τι κατάντια για ένα βασιλια!
Όμως, κύριοι, ακούμε να μουγκρίζει
η θεομηνία, και δε ζητάμε καταφύγιο
να φυλαχτούμε από την μπόρα που 'ρχεται.
Βλέπουμε τον αέρα να πέφτει με φόρα
απάνω στα πανιά μας,
κι εμείς, αντί να τα μαζέψουμε, αφηνόμαστε
ήσυχοι στο χαμό.

ΡΟΣ
Το βλέπουμε όλοι
το ναυάγιο μπροστά μας,
και τώρα πια είν' ο κίνδυνός του αφεύγατος,
γιατί υπομείναμε έτσι τις αιτίες που το ετοιμάζαν.

ΝΟΡΘ.
Όχι δεν είν' έτσι.
Και μέσ' ακόμη απ' του θανάτου τ' άδεια
τα μάτια βλέπω να κοιτά η ζωή.
Μα πόσο σύντομα θα 'ρθει η παρηγοριά μας,
δεν τολμώ να το πω. (...)
Αν θέμε να τινάξουμε από πάνω μας
το ζυγό της σκλαβιάς, να ξαναγιάνουμε
τις σπασμένες φτερούγες της πατρίδας,
να πάρουμε απ' τα χέρια του μεσίτη
το ντροπιασμένο στέμμα,
να βγάλουμε τη σκόνη που σκεπάζει
το χρυσάφι του σκήπτρου μας,
και ν' αποχτήσει πάλι η βασιλεία
το πρώτο μεγαλείο της:
ξεκινήστε μαζί μου για το Ρέβενσπορκ.
Μα αν σας λείπει το θάρρος, και διστάζετε,
μείνετε εδώ όπως είστε και σωπαίνετε'
και εγώ θα πάω μονάχος.

ΡΟΣ
Στ' άλογά μας,
στ΄ άλογά μας! Και σύρε να μιλείς
για δισταγμούς σ' εκείνους που φοβούνται.

ΟΥΙΛΛ.
Αε κρατήσει μονάχα το άλογό μου,
και θα φτάσω εκεί πρώτος.

(Φεύγουν.)



[Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Β΄
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, 1595
Μετάφραση Κ. Καρθαίος]

6.6.11

Αστικό Άλογο



Χθες βράδυ, γυρνώντας από έναν γάμο, είδα στον περιφερειακό του Φιλοπάππου κάτι απίστευτο. Κάτι σχεδόν μεταφυσικό.
Ένα λευκό άλογο, μόνο του, ελεύθερο, μόνο με ένα σχοινί στο λαιμό, στη μέση του δρόμου. Το είδα αρχικά από πολύ μακριά και τρόμαξα. Δεν το πίστευα. Το πέρασα για γλυπτό - σαν αυτά με τις αγελάδες, παλιότερα. Μου φάνηκε τόσο απόκοσμα απρόσιτο να κυκλοφορεί ένα πραγματικό άλογο, ελεύθερο στο κέντρο της Αθήνας, και την ίδια στιγμή ήταν και αρκετά τρομαχτικό. Εγώ στο μαύρο μου αμάξι, με τα φώτα αναμμένα εναντίον του, κι αυτό λευκό, στη μαύρη νύχτα να με κοιτά απελπισμένα. Προσπαθούσε να προχωρήσει, να τρέξει, αλλά πατούσε συχνά το σχοινί που κρεμόταν από το λαιμό του και παραπατούσε. Ήταν λεπτό, κοκκαλιάρικο και αδύναμο.
Τα χασα. Βγήκα έξω και το πλησίασα με φόβο μήπως αφηνιάσει, μήπως με κλωτσήσει ή με δαγκώσει. Ήθελα να το πάρω στην άκρη, να το δέσω σε κάποιο κάγκελο γιατί ήταν επικίνδυνο να βρίσκεται στη μέση του δρόμου. Και για το ίδιο, και για τους διερχόμενους οδηγούς. Αρχικά τηλεφώνησα στο 112 και με συνέδεσαν με την άμεσο δράση. Τους εξήγησα τι συμβαίνει και είπαν με κάποια απορία στη φωνή τους πως θα το κοιτάξουν. Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα χλιμίντρισμα, όχι από το λευκό άλογο αλλά από πίσω μου, απ' τη μεριά του λόφου του Φιλοπάππου. Θα υπήρχαν κι άλλα άλογα εκεί πάνω. Κι αυτό εδώ, πρέπει να είναι από τα άλογα των αμαξάδων -ναι, ακόμα περιφέρονται άμαξες στην Αρεοπαγίτου- και τα φυλάνε εδώ πιο πάνω, σκέφτηκα.
Παρόλ' αυτά, εγώ παρέμενα μόνος με το άλογο που περιφερόταν γύρω από το αμάξι μου. Κάποια στιγμή το χάιδεψα και έπιασα το σχοινί του, προσπαθώντας να το πάω προς τα κάγκελά, αλλά αυτό έκανε κάτι "πρρρ" με το στόμα του και κατάλαβα πως δεν πολυγούσταρε κι έτσι το άφησα το σχοινί. Οι οδηγοί από δύο αμάξια και μια μηχανή που πέρασαν φαίνονταν κι αυτοί πολύ ξαφνιασμένοι, κι ο ένας, ο ταξιτζής, σταμάτησε. Πρότεινε κι αυτός να μη φοβάμαι και να το δέσω, αλλά μάλλον φοβόταν να πάρει αυτός την πρωτοβουλία. Είπε "είναι από τα άλογα των αμαξάδων. Καλά δεν τα ταΐζουνε; Σαν άρρωστο είναι". Τον κοίταξα. "Αλλά, εδω πεινάμε εμείς, δε θα πεινάσουνε κι αυτά;", συνέχισε με την ίδια φόρα ενώ εγώ προσπαθούσα μάταια -ή μάλλον βέβηλα- να το πάρω μια φωτογραφία με το κινητό μου.
Και μ' αυτά του τα λόγια το άλογο φέυγει, βρίσκει ένα άνοιγμα από τα κάγγελα του Φιλοπάππου, με κάτι μαρμάρινα σκαλιά προς τον λόφο, τα ανεβαίνει και χάνεται σαν λευκός, αστικός, νυχτερινός μύθος μέσα στα σκοτεινά δέντρα. Εμείς ακίνητοι μέχρι να χαθεί, ακούγαμε ακόμα στον αέρα τον δυνατό απόηχο από τις οπλές του πάνω στο μάρμαρο. "Κοίτα ρε πούστη, βρήκε μόνο του το δρόμο!", είπε ο ταξίτζής και έφυγε.
Εγώ μουδιασμένος γύρισα στο αμάξι μου, που με περίμενε εκεί, ακόμα μ' αναμμένα τα φώτα, ακόμα μ' αναμμένη τη μηχανή, ακόμα μαύρο, και έφυγα -να πάω πού;- σκεφτόμενος ότι ακόμα και τα ζώα σ' αυτή την πόλη πια ξεσηκώθηκαν.
Προσπαθώντας έτσι να κάνω πιο πεζή μέσα μου αυτή τη συνάντηση, για να μπορέσω να την αντέξω.

Labels: , ,

13.2.09

ΛΕΓΚΩ

Βλέπω την φωτογραφία στον τοίχο του μαγαζιού. Είναι μια απ τις πολλές παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες, κορνιζαρισμένες, με θέματα από την παλιά Αθήνα. Παλιά επαγγέλματα, γραφικές γερασμένες φάτσες χαρακωμένες από τον χρόνο, γραμμόφωνα, λατέρνες και δεν έχει σημασία τι άλλο, δε θυμάμαι τι άλλο, γιατί το βλέμμα μου απορροφήθηκε από εκείνη τη φωτογραφία με τα παιδιά. Τρία ή τέσσερα παιδιά, δεν έχει σημασία πόσα, δε θυμάμαι πόσα, γιατί το βλέμμα μου απορροφήθηκε από τα Παιδιά. Από την αίσθηση που αφέθηκα να μου δημιουργήσει τόσο έντονα η φωτογραφία –θες τα ρακόμελα- με τα τρία ή τέσσερα παιδιά μπροστά σε έναν άσπρο ασβεστωμένο τοίχο. Μια αίσθηση που με παρέσυρε σε έναν στρόβιλο σκέψεων και συναισθημάτων, με την γεύση του μελιού στα χείλη και τη φωτογραφία που ξεχειλίζει από αυτή την αίσθηση μιας παιδικότητας που δεν τελειώνει.
Την κοιτώ. Το χώμα ακόμα πάνω στα γυμνά πόδια. Ο ιδρώτας στα βρεμένα μαλλιά και το πρόσωπο που μόλις έκανε τη σκανταλιά. Το λαχάνιασμα που διαφαίνεται ακόμα κάτω από το λευκό τιραντένιο φανελάκι. Η μάνα που θα έκανε αμάν να τους μαζέψει μια στιγμή τους τέσσερεις τύραννους να βγει η φωτογραφία. Το πριν και το μετά που κουβαλάνε τα πρόσωπα. Το επιδερμικό του τώρα, και το πώς το κάθε τώρα μπορεί να γίνει τομή στο πάντα. Το ξύλο γύρω. Οι εθνικές μουσικές που παίζουν και σε ταξιδεύουν μέσα από ξύλινα όργανα, αυλούς, κλαρίνα και φωνές σε άλλους χώρους/χώρες. Το ξύλο γύρω. Μικρές Πατρίδες – μικρές παγίδες.
Νοιώθω πως υπάρχουν στιγμές που το αισθητήριό μου αντιλαμβάνεται ως αίσθηση όλη τη νεότερη ιστορία. Ακόμα και σε χρόνους που δεν έχω υπάρξει ο ίδιος, αλλά για έναν περίεργο λόγο γεύομαι την τέχνη τους ως κάτι πολύ προσωπικό μου. Από τις μουσικές του ’50, μέχρι του πόσο ρευστά θα περάσουν οι επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες στη ζωή μου. Οι άνθρωποι που βλέπεις συνέχεια, στο μυαλό σου έχουν πάντοτε την ίδια ηλικία.
Εγώ όμως, είμαι πια στην ηλικία που θυμάμαι τους γονείς μου να είναι όταν εγώ ήμουν παιδί. Σαν εκείνα τα παιδιά στο κάδρο. Είμαι συνομήλικος με τους γονείς μου.
Και μου φαίνεται σαν χθες!
Το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα σκέφτομαι τώρα, και όλα μαζί…

ΥΓ.: Ίσως το πιο άτεχνο κείμενό μου. Σκέψεις που αποτυπώνονται όπως έρχονται, και έτσι γράφονται. Ατάκτως ειρημένες.

26.1.09

LEGO


Του άρεσε να κάνει στον ανιψιό του διάφορες σοβαρές ερωτήσεις και να του απευθύνεται σαν να μιλάει σε ενήλικα. Δεν έχει σημασία που ο μικρός είναι μόλις τριών ετών.
Μια φορά τον είχε ρωτήσει:
«Πιστεύεις πως μπορείς στην ηλικία που είσαι, μέσα από βαθιά πνευματική άσκηση να φέρεις στην επιφάνεια σκέψεις και ιδέες που υπάρχουν στο υποσυνείδητό σου;».
Το παιδάκι τα ‘χασε, απόρρησε, αλλά τελικά με νάζι σε στυλ ‘δεν-καταλαβαίνω-τι-λες,-αλλά-σίγουρα-θα-το-μπορώ’, απάντησε
«Ναι…»
«Όχι, δεν το μπορείς!» του απάντησε προκλητικά και παιχνιδιάρικα αυτός. Ο μικρός αφήνιασε.
«Ναι, μπορώ!», τσίριξε:
«Όχι, δεν μπορείς!»
«Μπορώ! Μπορώ!»
Τον παγίδευε με τέτοιες ερωτήσεις και το διασκέδαζε πολύ.
Μέχρι που προχθές του έκανε την εξής ερώτηση:
«Πιστεύεις πως όταν μεγαλώσεις θα θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;»
Αυτή τη φορά το παιδί δε φάνηκε να τα έχασε και τόσο.
«Ναι», απάντησε.
«Πώς θα τα θυμάσαι; Εγώ δε θυμάμαι καθόλου τι έκανα όταν ήμουν στην ηλικία σου.»
«Εγώ ξέρω τι έκανες μικρός...», του απάντησε αθώα ο μικρός και έτρεξε στο δωμάτιό του. Γύρισε κρατώντας κάτι στην αγκαλιά του, και είπε αφοπλιστικά σ’ αυτόν:
«Έπαιζες με πολύχρωμες μπάλες και έχτιζες πύργους με τουβλάκια…»
Άνοιξε τα χέρια του, και στο πάτωμα έπεσαν διάφορα παλιά παιχνίδια, μπάλες και τουβλάκια, που ο ίδιος είχε χαρίσει στον ανιψιό του.

11.1.09

Κλοπή Τροπή Ντροπή

Με το ποδήλατο στην Πατησίων, λίγο πριν την Αγίου Μελετίου. Ακούω ποδοβολητό και νοιώθω έντονες κινήσεις δεξιά μου, στο πεζοδρόμιο. Κοιτάω, είναι καμιά δεκαριά μαύροι που αλαφιασμένοι κάνουν μπόγους εν ριπή οφθαλμού τις πραμάτειες τους, τους βάζουν στον ώμο και τρέχουν.
Θα ‘πεσε σήμα ότι σκάσανε οι μπάτσοι να τους μαζέψουν, σκέφτομαι, ενώ συνεχίζω τις πεταλιές. Οι τύποι τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση με μένα. Αυτοί στο πεζοδρόμιο, εγώ στο δρόμο. Έχουμε την ίδια ταχύτητα και τους χαζεύω.
Κάποια στιγμή από έναν που ‘χει ξεμείνει πίσω, πέφτει στο πεζοδρόμιο ένα κινητό. Δεν το παίρνει είδηση, τρέχει ακάθεκτος ενώ από πιο πίσω του σκάει τρέχοντας μια κοπελιά. Είναι γεματούλα, μελαχρινή, με φουντωτά μαλλιά, συντηρητικά ντυμένη και με μια δόση ρετρό στο παρουσιαστικό της. Σκύβει με αγωνία τρέχοντας και μαζεύει το κινητό που έπεσε και τρέχει καταδιώκοντας τον μαύρο που του έπεσε το τηλέφωνο.
Α, καλά… κατάλαβα - σκέφτηκα. Ο μαύρος της έκλεψε το κινητό, εκείνη το μυρίστηκε, το φώναξε δυνατά, ο τύπος θα πέταξε το κινητό για να γλυτώσει, εκείνη τρέχει να τον πιάσει, και τώρα τρέχουν όλοι μαζί οι μαύροι, μη τους πιάσουν οι λευκοί.
Έλα μου όμως που η κοπέλα άρχισε να φωνάζει στο μαύρο λαχανιασμένη κάτι που με ταρακούνησε από τη σκέψη που μόλις είχα κάνει…
«Το κινητό σας! Σας έπεσε το κινητό! Κύριε!», φώναζε άγαρμπα, άτεχνα, μα με τόσο αφοπλιστική ειλικρίνεια, που για μια στιγμή ένοιωσα ένοχος που σκέφτηκα το συλλογικά και τόσο στενοκέφαλα 'αναμενόμενο' ενδεχόμενο της κλοπής.
Κι η κοπελιά του φώναζε και τον κυνηγούσε. Αυτός δεν καταλάβαινε φυσικά μέσα σ’ όλη την αναμπουμπούλα τι είχε συμβεί, ίσως να μην ήξερε και λέξη ελληνικά, και, δώστου να τρέχει και πιο γρήγορα να γλυτώσει από την πιο αθώα κοπέλα του κόσμου.
Έστριψε στην πρώτη γωνία, έστριψε κι αυτή πίσω του, εγώ συνέχισα ευθεία με το ποδήλατο, χαθήκανε από τα μάτια μου, και στην τελική στ’ αρχίδια μου κι όλας.

28.12.08

Αυτός κι Εκείνος, ανάμεσα στους τοίχους.

Τον έψηνε καιρό να πάνε σινεμά. Όχι σ’ αυτά που θέλει αυτός, στα μούλτιπλεξ. Εκείνος δεν τα μπορεί. Είναι του πιο εναλλακτικού. Ήθελε να δει αυτό το καινούργιο, με τους γάλλους μαθητές, που πήρε και βραβείο στις Κάννες. Περίμενε καιρό να βγει στις αίθουσες, να πάνε να το δούνε μαζί, και τώρα έχει βγει εδώ και μια βδομάδα και ακόμα να πάνε.
Αυτός δε γουστάρει και τόσο, του τη δίνουν οι κεντρικοί κινηματογράφοι. Δεν έχουν εξασφαλισμένα καλό ποπ κορν, ούτε νάτσος και, το κυριότερο, δεν έχουν προβολές μετά τις 12. Πρέπει να σαι εκεί 11 το αργότερο να πετύχεις τη βραδινή, και, καλή, κακή, αυτή είναι, θα τη δεις, και αυτό τον τσατίζει. Δεν έχεις επιλογές. Ενώ στα μούλτιπλεξ πάς ό,τι ώρα να ΄ναι, χωρίς απαραίτητα να ξέρεις τι θες να δεις, και σου ‘χει το πρόγραμμα, τσιμπάς ό,τι σου γυαλίζει και είσαι κύριος.
Εκείνος τον έψησε. Δηλαδή του έψηνε καιρό το ψάρι στα χείλη να πάνε να το δούνε, μέχρι που αυτός ενέδωσε με τα πάρα πολλά. Ήθελε όμως πρώτα να πάνε για φαγητό, και, θες η πολυκοσμία, θες η τσαντίλα που έλκει όλα τα στραβά, αργήσανε να βρούνε να κάτσουνε κάπου και αυτό το 11 που πλησίαζε, τον έκανε αυτόν να τσιτώνει ακόμα περισσότερο. Και δεν θα πάει στον κινηματογράφο που γουστάρει, και θα φάει μέσα στο άγχος.
Το κοτόπουλο του μύριζε κοτοπουλίλα, αυτός έστειλε να του το ξαναψήσουν, οι 11 έρχονται. Τσίτα. Κι εκείνος είχε ξενερώσει εντελώς. Τι κι αν δούνε τελικά την ταινία; Του το χε ήδη βγάλει αυτός ξινό με τη γκρίνια του, τη μουρμούρα του και τα έντονα ξεφυσήματά του.
«Άστο, δε θέλω», λέει εκείνος, «όχι, τώρα θα πάμε» του λέει αυτός. Και πάνε. Και παίρνουν ποπ και αναψυκτικο, και κάθονται, και αρχίζει.
Φωνές, γαλλικές φωνές, ένα χάος, ένα αξιοζήλευτα, αδιάφορα ρεαλιστικό, ανυπόφορο χάος γαλλικού τμήματος γυμνασίου εν ώρα μαθήματος, χωρίς συνοχή, που ήθελε σίγουρα ηρεμία και προσοχή για να το παρακολουθήσεις. Κι αυτοί πια δεν είχανε τίποτα απ’ τα δύο. Αυτός ήξερε από την αρχή ότι δεν του άρεσε. Ξεφυσούσε. Έτρωγε ποπ, και ξεφυσούσε. Ρουφούσε κόκα κόλα, άλλαζε πλευρό, και ξεφυσούσε. Εκείνος, τον άκουγε, δεν μπορούσε να δει ταινία, είχε το άγχος αν αυτουνού θα του αρέσει, να μην τον έχει και του τα πρήζει και μετά.
Όλα όμως ήταν λάθος. Πήγαν στο λάθος έργο με λάθος διάθεση. Μέχρι και οι υπότιτλοι ήταν άσπροι χωρίς περίγραμμα και χανόντουσαν μπροστά στους λευκούς γαλλικούς τοίχους και τα λευκά γαλλοσιδερωμένα πουκάμισα. Και αυτός δώστου να ξεφυσάει, και εκείνος δώστου να σφίγγεται και να δαγκώνεται. Και στην τάξη να γίνεται χαμός. Και μια γαμημένη πόρτα του παλιοκινηματογράφου να χτυπάει από το ρεύμα, και κάπου από πίσω κάποιος να τρυπάει με ένα τρυπάνι βραδιάτικο. Εκείνος τα ακούει και τα νοιώθει όλα, σφίγγεται, και τα χει πάρει με τους αναστεναγμούς δίπλα του. Το σκέφτηκε. Είπε μέσα του, όχι δε θα του κάνω τη χάρη. Δε θα με κάνει ράκος, ούτε θα κάτσω σαν να ‘μαι κάνας μαλάκας, σαν να μην τρέχει τίποτα. Θα του πω εγώ…
Έγινε διάλειμμα. Και οι δύο με το κρυφό σχέδιό τους. Σηκώθηκαν ταυτόχρονα, βουβά, χωρίς καμία συνεννόηση. Βουβοί πήραν τις τσάντες τους, βουβοί βγήκαν έξω στο δρόμο, χωρίς να ξέρει ο ένας που πάει ο άλλος, βουβοί πήραν ταξί και πήγαν σπίτι, βουβοί κοιμήθηκαν αγκαλιά, και δεν ανταλλάξανε λέξη μέχρι την επόμενη μέρα το πρωί.

20.3.08

Γιούπι!

Τις τελευταίες ημέρες έχουμε ευθυγράμμιση φαρυγγίτιδας, ίωσης, τραχίτιδας, αλλεργίας, πιασίματος, με ανάδρομο ένα απάνθρωπα γεμάτο πρόγραμμα και ένα κεφάλι καζάνι. Τελικά έχουν δίκιο. Όταν κάνεις αυτό που σου αρέσει, είσαι ευτυχισμένος.

Καμιά φορά η απεργία σκάει στην πιο σωστή στιγμή. Τα κοινωνικά προβλήματα έσωσαν το τομάρι μου.

ΥΓ: Οι κόκκινες-άσπρες νάιλον κορδέλες που αυτόματα απλώνονται και κλείνουν το δρόμο για να περάσει η όποια πορεία, είναι ο παράδεισος του ποδηλάτη. Έχεις όλο τον δρόμο δικό σου, όλους τους δρόμους, όλη την πόλη, και το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά...

6.3.08

Βραχυκύκλωμα Φωτός



Περπατάω στην Βουκουρεστίου και έχω τον νου μου στο mp3 player μου και ενώ αφήνω στο δεξί μου χέρι έναν καστανά, η άκρη του ματιού μου -συλλαμβάνοντας κάτι απρόβλεπτο- φρενάρει πάνω στη θράκα του. Είναι απόγευμα και η πόλη έχει αρχίσει να γκριζάρει. Γι' αυτό και το μάτι μου ξαφνιάστηκε από τον... αφύσικα φωτεινό καπνό που έβγαινε από τη θράκα. Γυρνάω να δω από κοντά αυτή την παράδοξη φωτεινότητα και αντιλαμβάνομαι ότι δεν φωτίζει ο καπνός, αλλά πρόκειται περί μιας λωρίδας φωτός, που ερχόταν από μια πολύ συγκεκριμένη γωνία μεταξύ 2 κτιρίων στο απέναντι τετράγωνο, η οποία διαπερνούσε τον καπνό και τον φώτιζε. Πέντε πολύ φωτεινά εκατοστά, από μια τελευταία αχτίδα του ήλιου πριν δύσει, σε μια πολύ συγκεκριμένη γωνία, για πολύ λίγα δευτερόλεπτα, πάνω στον βαρεμένο καστανά. Έφυγα αδιάφορος, σαν να μη μου έκανε καμία εντύπωση.

Οδηγώ και πάω να αλλάξω σταθμό και βλέπω στην οθόνη στο ράδιο του αυτοκινήτου έκπληκτος κάτι το απρόβλεπτο. Για κάποιο λόγο τα νούμερα που δείχνουν τη συχνότητα του σταθμού φαίνονται πέντε φορές πιο έντονα απ' ότι τα έχω συνηθίσει. Είναι έτοιμα να εκραγούν από το πολύ φως. Χτυπάω απαλά την οθόνη με το δάκτυλό μου, αλλά τίποτα. Ιδέα μου, ίσως; Το προτιμώ έτσι, είναι πιο glam.

Παίζω παράσταση και αντιλαμβάνομαι ότι τα φώτα σε κάποιες σκηνές έχουν μετακινηθεί και είναι πολύ πιο φωτεινά απ' ότι πρέπει. Μάλιστα, κάτι μπλε προβολείς φωτίζουν δυνατά τις πρώτες σειρές των θεατών και τους τυφλώνουν. Ενστικτωδώς, ψάχνω το φως. Το διαγράφω, και συνεχίζω να παίζω.

(Έπειτα από το γεγονός με τον καστανά και την πολύ φωτεινή οθόνη στο ράδιο του αυτοκινήτου -όλα την ίδια μέρα- το γεγονός με τους προβολείς είναι τελικά το πιο προβλέψιμο που θα μπορούσε να μου συμβεί απόψε...)

2.3.08

Love Mongolfieres...



Μου ζητήθηκε να παίξω σε ένα παιχνίδι στο οποίο καταθέτεις δύο τραγούδια αγάπης, δηλαδή δύο τραγούδια με τα οποία θα έλεγες ή θα ένοιωθες μέσα σου το "σ' αγαπώ". Συγκεκριμένα είχα οδηγία να τα επιλέξω με... μέτρο και σύνεση. Πέρασαν λοιπόν πολλά τραγούδια μπροστά από τα μάτια μου, αλλά τελικά, με "μέτρο και σύνεση" κατέληξα να παραθέσω αυτά τα δύο που ακολουθούν. Δύο είναι πολύ λίγα αφού μπεις σ΄αυτή την έρευνα. Δε σημαίνει ότι είναι τα καλύτερα απ' όσα είχω υπ' όψη μου, απλά τα επέλεξα γιατι δημιουργούν, από παιδί, μέσα μου -κάθε, μα κάθε φορά που τα ακούω- μια σπίθα, που ναι, είναι ικανή να φουσκώσει το αερόστατο από πάνω μου και να με απογειώσει στα συννεφάκια της αγαπής. Enjoy...





Και αυτό, το από κάτω, έτσι σαν bonus για... εκπαιδευτικούς λόγους, πάνω στην Προέλευση-της-Αγάπης... (από τον μύθο του Αριστοφάνη που διηγήθηκε στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα και διασκευασμένο από το φιλμ "Hedwig and the Angry Inch")



Φιλιά σε όλους που πέρασαν από αυτό το Post

6.2.08

Υπερ-αστική υγρή μύτη / μνήμη

Βρίσκομαι μέσα στο ΚΤΕΛ στην Πάτρα, 11μισή το πρωί, έτοιμος καθισμένος στη θέση μου δίπλα στο παράθυρο, στο λεωφορείο που θα με πάει στην Αθήνα για το ρεπό μου. Η μέρα λαμπερή, η μηχανή αναμμένη, όλα κουλ. Από πίσω μου ακούω μια υγρή μύτη να ρουφιέται απαλά. Δε δίνω σημασία. Κυκλοφορούν ιώσεις και γρίππη (πάντα τα μπερδεύω αυτά τα 2). Ανοίγω την παχιά κυριακάτικη εφημερίδα μου. Η μύτη όμως συνεχίζεται. Γίνεται όλο και πιο συχνή και αρχίζει και συνοδεύεται με μια διακεκομμένη ανάσα και δειλούς αναστεναγμούς. Έξω από το παράθυρο βλέπω έναν άντρα και μια γυναίκα γύρω στα 50κάτι να κάνουν νοήματα στην μύτη που κάθεται ακριβώς από πίσω μου, την αποχαιρετούν με σφιγμένα χαμόγελα και με σοβαρά πρόσωπα που ίσως προσπαθούν να κρύψουν κάποια συγκίνηση ώστε να μην την κάνουν να νοιώσει πιο υγρή. Έχω συνδυάσει τους δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς με αεροδρόμια, κι όχι τόσο με ΚΤΕΛ. Ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος και έφευγε πάντα για το ξένο λιμάνι με αεροπλάνο, και επίσης επειδή έχουμε πολλούς συγγενείς στο εξωτερικό.
Αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να κλαίει στο ΚΤΕΛ από Πάτρα – Αθήνα. Σε μια τόσο κοντινή απόσταση. Κι όμως, κλαίει, αναστενάζει, κλαίει με πνιχτούς λυγμούς. Με έχει μαγνητίσει. Δεν θέλω να γυρίσω όμως να κοιτάξω, μην αισθανθεί άβολα η υγρή μύτη. Το μόνο που καταφέρνω είναι να δω φευγαλέα τον αντικατοπτρισμό της πίσω στο τζάμι δίπλα μου. Είναι μια κυρία ηλικιωμένη. Γύρω στα 70κάτι. Ένα κρακ κάνει στην καρδιά μου. Έχω απίστευτη αδυναμία στους ηλικιωμένους. Σε αυτούς που τους χρωστάει η ζωή. Ίσως γιατί έχω και παθολογική αγάπη στη γιαγιά μου, τη Μαρίκα, που από μικρά μας έχει μεγαλώσει από πολύ κοντά μαζί με τους γονείς μου. Ειδικά όταν συγκινείται για κάτι, και προσπαθεί να το κρύψει με πιάνει η ψυχή μου. Πιστεύω, στην τρίτη ηλικία οι άνθρωποι πρέπει να είναι μόνο ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι και σοφοί. Όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνοντας πρέπει να καταλήγουν ευτυχισμένοι.
Γιατί κλαίει αυτή η κυρία πίσω μου; Πόσο μακριά μπορεί να πηγαίνει, 2μιση ώρες ταξίδι. Πάει για εξετάσεις; Φεύγει εξωτερικό; Φεύγουν αυτοί που χαιρετάει; Θέλω να πάω και να την αγκαλιάσω και να της πω ότι όχι, όλα είναι καλά, εγώ είμαι εδώ, ηρεμίστε.
Σε όλη τη διαδρομή ρούφαγε τη μύτη της ανά διαστήματα. Όταν έφτασε το ΚΤΕΛ Αθήνα και σηκώθηκε, την κοίταξα κλεφτά. Μια απλή μικροαστή 70χρονη, μόνη της, στον Κηφισό. Περικυκλωμένη από άδεια λεωφορεία και άγνωστους ταξιδιώτες. Σκληρό;

Picture shot: Υγρές αλμυρές βαθιές ρυτίδες

Final thought: «Σε τι ταξιτζή θα πέσει;»

26.1.08

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ 3

Μπαίνω στην αίθουσα προβολής και κάθομαι αναπαυτικά στην καρέκλα μου, χωρίς καμία άλλη σκέψη, ούτε βάσανο, ούτε προβληματισμό στο μυαλό μου, παρά μόνο κάθομαι μέσα στη χαλαρότητα και στη γλυκιά χαύνωση που προηγείται συνήθως της έναρξης μιας ταινίας στον κινηματογράφο. Στο ένα χέρι κρατάω ένα κουτί με ζεστά, λαχταριστά, βουτυρωμένα ποπ κορν, και στο άλλο ένα τεράστιο ποτήρι κόκα κόλα λάιτ, ικανά να μου φτάσουν να μασουλάω και να πίνω για πάνω από 2 ώρες. Η παρέα μου άνετη τόσο όσο να μην μου είναι ούτε αδιάφορη, ούτε όμως και ενοχλητική με πολλή κουβέντα. Με άλλα λόγια όλα ιδανικά.
Τα φώτα σβήνουν, οι διαφημίσεις πέφτουν, τα "προσεχώς" περνούν και αρχίζει η ταινία. Για λίγες στιγμές, ξεχνώ ποια ταινία ήρθα να δω. Τίτλοι, μουσική κλασσική - μάλλον Μπαχ, πλάνο πόλης. Πρόκειται για κοινωνική ταινία, ή καλύτερα σύγχρονο ψυχολογικό δράμα. Αυτοκίνητα, κτίρια, δρόμος, πεζοδρόμιο, πολύς κόσμος που περπατάει βιαστικά, η κάμερα παρόλα αυτά δείχνει να ακολουθεί από πίσω έναν συγκεκριμένο άντρα μέσα στο πλήθος. Εγώ αλλάζω στάση στην καρέκλα για να δεχτώ πιο φρέσκος την όποια νέα πληροφορία. Ο άντρας, πάντα πλάτη, σταματημένος σε ένα φανάρι μαζί με άλλους πεζούς. Νοιώθω γνώριμη αυτή την εικόνα, δεν είναι άλλωστε και κάτι τόσο πρωτότυπο για πλάνο τίτλων. Κάποια στιγμή οι τίτλοι τελειώνουν και ακούγεται ήχος κινητού, ο άντρας συνεχίζοντας να προχωράει φαίνεται ότι ψάχνει τις τσέπες του. Κοντινό πλάνο τσέπης απ' όπου ένα αντρικό χέρι βγάζει ένα κινητό.
"Χα! ίδιο με το δικό μου", σκέφτομαι ενώ το φέρνει τρομαγμένος στο αυτί του και τελικά βλέπουμε για πρώτη φορά το πρόσωπό του.
Τα ποπ κορν μου πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ένα απότομο κάψιμο στο στήθος μου, το χέρι μου σφίγγει το ποτήρι και η κόκα κόλα ξεχειλίζει. Το πρόσωπο στην οθόνη μου είναι τόσο γνώριμο. Μου πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να ξεπεράσω το μεγάλο σοκ και να συνειδητοποιήσω ότι όντως είμαι εγώ ο άντρας της ταινίας. Οι γύρω, και η παρέα μου απορροφημένοι από την ταινία, ατάραχοι, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, δεν παρατηρούν ούτε την ταραχή μου, ούτε ότι παίζω στην ταινία που βλέπουμε. Σκουντάω τον φίλο δίπλα μου, δεν νοιώθει τίποτα.
Νοιώθω μόνος μου σε μια μεγάλη γεμάτη αίθουσα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα παρά να με παρακολουθώ στο πανί. Παίζω σε μια ονειρική ταινία στην οποία ο άντρας, που είμαι εγώ, βιώνει όλες τις ανομολόγητές μου σκέψεις, όλα τα λογικά και παράλογα όνειρα που έχουν ποτέ περάσει από το μυαλό και την καρδιά μου. Όλα τα ανεκπλήρωτά μου πάθη ικανοποιούνται, όλες οι περιέργειές μου απαντώνται, ο καλύτερος και ο χειρότερος εαυτός μου ξετυλίγονται, όλα τα βλέπω να ζωγραφίζονται πάνω στο πανί ενώ ταυτόχρονα ανά διαστήματα με βλέπω να τραγουδάω και να χορεύω άψογα σε μια ταινία τεράστιας παραγωγής, εκπληκτικού σεναρίου, απίθανης φωτογραφίας, μαγευτικής μουσικής και σπάνιων ερμηνειών, τη στιγμή που οι θεατές στην αίθουσα παρακολουθούν αυτόν τον παραλογισμό ανέμελοι, μασουλώντας ποπ κορν, και ατάραχοι σαν ταριχευμένα ανδρείκελα.
Τι συμβαίνει; Τι αισθάνομαι;
Αρχικά αισθάνθηκα τρομερή έκπληξη, φόβο, τρόμο, παράνοια. Μου φάνηκε τόσο παράλογο σαν γεγονός και άλλο τόσο αδιανόητη μου φάνηκε η στάση των φίλων μου που παρακολουθούσαν αδιάφοροι, σαν μαγεμένοι.
Έπειτα μου ήρθαν κύματα απίστευτης, παράλογης χαράς. Έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα; Παίζω στον κινηματογράφο και μάλιστα σε μια τέτοια παραγωγή, με ένα σενάριο και μια ερμηνεία τόσο προσωπική και είμαι και τόσο καλός; Απίστευτο!
Αλλά ποιό έργο είναι αυτό τέλος πάντων; Κοιτάζω το εισιτήριό μου και είναι εντελώς λευκό.
Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ονειρεύομαι και προσπαθώ να ξυπνήσω αδειάζοντας τη σακούλα με τις καραμέλες και τα γλυκίσματα που είχα αγοράσει πριν μπω στην αίθουσα, και τη φοράω σαν κουκούλα να δω αν θα πάθω ασφυξία ή αν θα ξυπνήσω.
Βεβαιώθηκα ότι δεν κοιμάμαι και τώρα πια με πιάνει πραγματική ανησυχία. Ο τύπος στο πανί στη διάρκεια του έργου ζει και βιώνει όσα εγώ όλη μου τη ζωή ποθούσα. Παραδέχεται ενώπιον όλων όσα εγώ κρατάω φυλαγμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ερμητικά κλειστά, χρόνια τώρα. Τι διάολο συμβαίνει γαμώτο μου; Ο τυπάκος στο πανί είναι - είναι, ναι, πιο αληθινός από εμένα τον ίδιο;
Πού στράβωσε το σύμπαν και τι είδους συνωμωσία είναι αυτή; Ποιός πραγματικά είμαι; Είμαι εγώ, ή... Ποιός πραγματικά είμαι εγώ; Εγώ, ή αυτός στο πανί; Ποιός απ' τους δυο μας είναι ο αληθινός; Μήπως εγώ εδώ που κάθομαι στο κάθισμα και παρακολουθώ να είμαι ένα μέρος της φαντασίας του αληθινού εαυτού μου στην ταινία; Τι είναι αυτό το όνειρο; Ψέμα; Ή μήπως το όνειρο είναι αληθινό και το ψέμα είμαι εγώ που ονειρεύομαι; ΒΟΗΘ...
- Διάλειμμα

20.12.07

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ 2

Επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι με το ποδήλατο. Τα φωτάκια μπρος και πίσω ν' αναβοσβήνουν, όπως πάντα. Ανεβαίνοντας τη Ναυαρίνου, στρίβω στο 2ο δεξιά, σε έναν κάθετο πεζόδρομο να κόψω δρόμο προς την Ιπποδρομίου. Στη μέση του πεζόδρομου αυτού υπάρχει κατα μήκος παρτέρι με φυτά. Παίρνω τη δεξιά μεριά απ το παρτέρι. Στα αριστερά μου το παρτέρι λοιπόν, στα δεξιά μου αφήνω πίσω μου τη γωνιακή κρεπερί και περνάω δίπλα από ένα μπουγατσάδικο. Κάνω ν'αναπτύξω ταχύτητα, μα ξαφνικά, βγαίνει από το μπουγατσάδικο ένας λεπτός κύριος, ηλικιωμένος, με μακριά μούσια, κρατώντας μια τυρόπιττα στο χέρι. Ξαφνιάζομαι. Φρενάρω. Ακούγεται το πίσω λάστιχο που σέρνεται. Τρομάζει, και, ακαριαία, λέει -ενώ εγω τελικά τον έχω αποφύγει και δεν σταματάω καθόλου, παρά συνεχίζω- λέει λοιπόν "δεν πειράζει!". Αυτό μόνο άκουσα πριν τον προσπεράσω, μα δεν είπε και τίποτα άλλο... Ένα απλό, μα τόσο γεμάτο "δεν πειράζει!". Με την ίδια εισπνοή που πήρε όταν τρόμαξε, με τον ίδιο κρατημένο αέρα απ' τον αιφνιδιασμό μου, είπε ένα τόσο γενναιώδωρο "δεν πειράζει", το οποίο συχνά από τότε μου τριβελίζει τα αυτιά μου. Αυτό το απρόβλεπτο συναπάντημα, αυτή η προκαταβολική βιαστική ευγένεια του "δεν πειράζει" του, ειπωμένη από αυτή την ανυπεράσπιστη ασκητική μορφή με την τυρόπιττα -αδάγκωτη ακόμα- στο χέρι, με σκλάβωσε. Με στοίχειωσε τόσο που μετανοιώνω που δε γύρισα να του φιλήσω το χέρι. Εκεί που θα μπορούσε κάλλιστα να με σιχτιρίσει που παραλίγο να τον τσαλαπατήσω με το ποδήλατο, αυτός χωρίς να προλάβει καν να σκεφτεί κάτι άλλο, πέταξε αυτή τη φράση τόσο παρηγοριτικά, τόσο παθητικά, τόσο απολογητικά, τόσο για να μη με κάνει να αισθανθώ καθόλου άσχημα, σαν να έφταιγε αυτός που δεν με πρόσεξε.

Καλά Χριστούγεννα.

17.12.07

ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ 1

Είμαι στην πιο άχαρη ηλικία, των 14άρων ετών, και έχω πάει για κούρεμα στο Διονύση στα Σούρμενα, όπως συνήθιζα τότε περίπου μια φορά το μήνα. Εξάλλου, από τότε και ως τώρα ποτέ δεν άφηνα τα μαλλιά μου πιο μακριά εφόσον φουσκώνουν αρκετά και δεν στρώνουν εύκολα, και μοιάζω κεφάλας.
Εγώ σ΄αυτή την ηλικία, με αρκετά κόμπλεξ, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του Γυμνασίου, να προσπαθώ να επικρατήσω κυρίως λόγω χαρακτήρα και όχι λόγω εμφάνισης. Χωρίς κανένα ιδιαίτερο στυλ στο ντύσιμο, ούτε με τις γνωστές μάρκες στα ρούχα, σίγουρα δεν με έλεγες τον ωραίο του σχολείου, με μια μύτη που δεν έλεγε να σταματήσει να μεγαλώνει και οπωσδήποτε ούτε ήμουν και ο αθληταράς που θα εντυπωσίαζε με τις δεξιότητές του. Αυτό που είχα ήταν χιούμορ, εξυπνάδα, και αρκετή δόση αφέλειας που έφτανε στα όρια της αγαθοσύνης. Πάντως καθόλου μαγκιά. (Αν και είχα καταφέρει κάτι εντελώς απρόβλεπτο: να βγω 2ος σε ψήφους στις εκλογές του 15μελούς σε όλο το σχολείο, επειδή είχα δακτυλογραφήσει στη γραφομηχανή μου μικροσκοπικά διαφημιστικά χαρτάκια που είχα ντύσει και με σελοτέιπ ώστε να μη σκίζονται με τυπωμένο το ονοματεπώνυμό μου και διάφορα έξυπνα συνθήματα από κάτω που προέτρεπε τα γυμνασιόπαιδα να με ψηφίσουν). Οι δραστηριότητές μου μέσα στο Γυμνάσιο κυμαίνονταν μεταξύ της Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με τον κύριο Τζιώτη, της οργάνωσης για τη ζωγραφική στους τοίχους του σχολείου με οικολογικά θέματα και θέματα κατά των ναρκωτικών, της έκδοσης εφημερίδας από το τμήμα μου, την προώθηση κασσέτας με τραγούδια της Μελίνας Μερκούρη στο γραφείο ώστε να την παίζουν στα διαλείμματα σ΄όλο το σχολείο για καιρό αφού πέθανε, και φυσικά τη συμμετοχή σε οτισήποτε πολιτιστικό οργάνωναν στο σχολείο. Γενικά πάντως έψαχνα τον εαυτό μου, τον χαρακτήρα που θα θελα να έχω και την εικόνα που θα θελα να περνάει η παρουσία μου.
Βρίσκομαι λοιπόν στη καρέκλα του χασάπη, δηλαδή του κουρέα -ο οποίος κατά τα άλλα ήταν και είναι πολύ άξιος στη δουλειά του- και μου περνάει τις τελευταίες ψαλιδιές. Ένα κούρεμα που ήταν απλά κόντεμα, χωρίς κάποιο τρομερό στυλ (το 'καπελάκι' ήταν πια πασέ, και η 'μοϊκάνα' ήταν too much για μένα, παιδί του κατηχητικού). Εκει λοιπόν που πια είναι έτοιμος να αρχίσει ο Διονύσης την τελική γλυπτική του κουρέματος με την κουρευτική του μηχανή, ξεχασμένος στη λιγομίλητη όπως πάντα κουβέντα μας; Στην μάταιη προσπάθειά του να με κάνει να ανοίξω -εγώ!;- κουβέντα για ποδόσφαιρο; Τι να πω! Έκανε πάντως το λάθος να ΜΗ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΌ ΣΤΗΝ ΚΟΥΡΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗ και να μου ανοίξει μια διαμπερή τρύπα στο τρίχωμά μου μήκους όσο και το ξυράφι της μηχανής του, 2 εκατοστά πάνω απο το αυτί μου! Πάθαμε και οι 2 σοκ. Αυτός να ζητάει συγνώμη, εγώ όπως πάντα ψύχραιμος και μαλθακός, να μην κακοκαρδίσω κανέναν.
Αυτό τελικά που με πείραξε ήταν που δεν αντέδρασα καθόλου αρνητικά. Και πλήρωσα κανονικότατα και το βούλωσα κι όλας. Και έφυγα. Με την φωτεινή δερμάτινη τρύπα πάνω από το αυτί. Με το μαγνήτη του βλέμματος των γυμνασιόπαιδων στο κεφάλι.
- Βαριέσαι;
- Δε βαριέσαι...