6.6.11

Αστικό Άλογο



Χθες βράδυ, γυρνώντας από έναν γάμο, είδα στον περιφερειακό του Φιλοπάππου κάτι απίστευτο. Κάτι σχεδόν μεταφυσικό.
Ένα λευκό άλογο, μόνο του, ελεύθερο, μόνο με ένα σχοινί στο λαιμό, στη μέση του δρόμου. Το είδα αρχικά από πολύ μακριά και τρόμαξα. Δεν το πίστευα. Το πέρασα για γλυπτό - σαν αυτά με τις αγελάδες, παλιότερα. Μου φάνηκε τόσο απόκοσμα απρόσιτο να κυκλοφορεί ένα πραγματικό άλογο, ελεύθερο στο κέντρο της Αθήνας, και την ίδια στιγμή ήταν και αρκετά τρομαχτικό. Εγώ στο μαύρο μου αμάξι, με τα φώτα αναμμένα εναντίον του, κι αυτό λευκό, στη μαύρη νύχτα να με κοιτά απελπισμένα. Προσπαθούσε να προχωρήσει, να τρέξει, αλλά πατούσε συχνά το σχοινί που κρεμόταν από το λαιμό του και παραπατούσε. Ήταν λεπτό, κοκκαλιάρικο και αδύναμο.
Τα χασα. Βγήκα έξω και το πλησίασα με φόβο μήπως αφηνιάσει, μήπως με κλωτσήσει ή με δαγκώσει. Ήθελα να το πάρω στην άκρη, να το δέσω σε κάποιο κάγκελο γιατί ήταν επικίνδυνο να βρίσκεται στη μέση του δρόμου. Και για το ίδιο, και για τους διερχόμενους οδηγούς. Αρχικά τηλεφώνησα στο 112 και με συνέδεσαν με την άμεσο δράση. Τους εξήγησα τι συμβαίνει και είπαν με κάποια απορία στη φωνή τους πως θα το κοιτάξουν. Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα χλιμίντρισμα, όχι από το λευκό άλογο αλλά από πίσω μου, απ' τη μεριά του λόφου του Φιλοπάππου. Θα υπήρχαν κι άλλα άλογα εκεί πάνω. Κι αυτό εδώ, πρέπει να είναι από τα άλογα των αμαξάδων -ναι, ακόμα περιφέρονται άμαξες στην Αρεοπαγίτου- και τα φυλάνε εδώ πιο πάνω, σκέφτηκα.
Παρόλ' αυτά, εγώ παρέμενα μόνος με το άλογο που περιφερόταν γύρω από το αμάξι μου. Κάποια στιγμή το χάιδεψα και έπιασα το σχοινί του, προσπαθώντας να το πάω προς τα κάγκελά, αλλά αυτό έκανε κάτι "πρρρ" με το στόμα του και κατάλαβα πως δεν πολυγούσταρε κι έτσι το άφησα το σχοινί. Οι οδηγοί από δύο αμάξια και μια μηχανή που πέρασαν φαίνονταν κι αυτοί πολύ ξαφνιασμένοι, κι ο ένας, ο ταξιτζής, σταμάτησε. Πρότεινε κι αυτός να μη φοβάμαι και να το δέσω, αλλά μάλλον φοβόταν να πάρει αυτός την πρωτοβουλία. Είπε "είναι από τα άλογα των αμαξάδων. Καλά δεν τα ταΐζουνε; Σαν άρρωστο είναι". Τον κοίταξα. "Αλλά, εδω πεινάμε εμείς, δε θα πεινάσουνε κι αυτά;", συνέχισε με την ίδια φόρα ενώ εγώ προσπαθούσα μάταια -ή μάλλον βέβηλα- να το πάρω μια φωτογραφία με το κινητό μου.
Και μ' αυτά του τα λόγια το άλογο φέυγει, βρίσκει ένα άνοιγμα από τα κάγγελα του Φιλοπάππου, με κάτι μαρμάρινα σκαλιά προς τον λόφο, τα ανεβαίνει και χάνεται σαν λευκός, αστικός, νυχτερινός μύθος μέσα στα σκοτεινά δέντρα. Εμείς ακίνητοι μέχρι να χαθεί, ακούγαμε ακόμα στον αέρα τον δυνατό απόηχο από τις οπλές του πάνω στο μάρμαρο. "Κοίτα ρε πούστη, βρήκε μόνο του το δρόμο!", είπε ο ταξίτζής και έφυγε.
Εγώ μουδιασμένος γύρισα στο αμάξι μου, που με περίμενε εκεί, ακόμα μ' αναμμένα τα φώτα, ακόμα μ' αναμμένη τη μηχανή, ακόμα μαύρο, και έφυγα -να πάω πού;- σκεφτόμενος ότι ακόμα και τα ζώα σ' αυτή την πόλη πια ξεσηκώθηκαν.
Προσπαθώντας έτσι να κάνω πιο πεζή μέσα μου αυτή τη συνάντηση, για να μπορέσω να την αντέξω.

Labels: , ,